- κνίζα
κνίζα, ἡ, ion. κνίζη, = κνίδη, Anacr. im E. M. 523, 10, nach Bergk κνιζή, adj., schäbig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίζα, ἡ, ion. κνίζη, = κνίδη, Anacr. im E. M. 523, 10, nach Bergk κνιζή, adj., schäbig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίζα — κνίζᾱ , κνίζα fem nom/voc/acc dual κνίζᾱ , κνίζα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζα — κνίζα, ἡ (Α) η κνίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κνίζω*] … Dictionary of Greek
κνίζαν — κνίζᾱν , κνίζα fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζη — κνίζα fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζῃ — κνίζα fem dat sg (attic epic ionic) κνίζω scratch pres subj mp 2nd sg κνίζω scratch pres ind mp 2nd sg κνίζω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζηι — κνίζῃ , κνίζα fem dat sg (attic epic ionic) κνίζῃ , κνίζω scratch pres subj mp 2nd sg κνίζῃ , κνίζω scratch pres ind mp 2nd sg κνίζῃ , κνίζω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)