- κνίφος
κνίφος, τό, die Nessel, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίφος, τό, die Nessel, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίφος — κνίφος, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κνίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυμίζει το κνήφη* (< κνῶ). Το ι οφείλεται πιθ. σε επίδραση τών συγγενών κνίζω, κνίδη] … Dictionary of Greek
κνίφη — κνίφος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κνίφος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίφεα — κνίφος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek