Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… … Dictionary of Greek
τοί — (I) ταί, Α (άρθρ.) (ονομ. πληθ.) βλ. ο. (II) ταί, Α ονομ. πληθ. τής αναφ. αντων. ὅς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού άρθρου ὁ, ἡ, τό, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά και ως αναφορική αντωνυμία (βλ. λ. ο, η, το)] … Dictionary of Greek
Πολλοί τοι πόσιος καὶ βρώσιος εἰσὶν ἑταῖροι. — См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πολλάκις τοι καὶ μωρός ἀνὴρ κατακαίριον εἶπεν. — См. У мужика кафтан сер, да ум у него не волк съел … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καίτοι — (AM καίτοι ή καί τοι) (εναντ. σύνδ.) αν και, μολονότι («καίτοι τού τηλεφώνησα δεν ήλθε») αρχ. 1. και όμως, παρ όλα αυτά («καίτοι τί φημι;», Αισχύλ.) 2. και βέβαια, και αληθινά («καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ πέφυκας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) +… … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
Archaic Greek alphabets — Greek alphabet Αα Alpha Νν Nu Ββ Beta … Wikipedia
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
τοιγάρτοι — Α (συμπερ. μόριο) επιτεταμένος τ. τού τοιγάρ και τού τοιγαροῡν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιγάρ* + μόριο τοι (ΙΙ) (πρβλ. καί τοι)] … Dictionary of Greek