- κμέλεθρον
κμέλεθρον, τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = μέλαϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κμέλεθρον, τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = μέλαϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κμέλεθρον — κμέλεθρον, τὸ (Α) δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < *κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε … Dictionary of Greek
κμέλεθρα — κμέλεθρον beam neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek
kam-er- — kam er English meaning: to bend, curve Deutsche Übersetzung: “wölben, biegen” Material: O.Ind. kmárati (only Dhütup.) “is crooked”; Av. kamarü f. “belt, girdle” (and “* dome “); Gk. κμέλεθρον ‘stubendecke, roof, house” (probably … Proto-Indo-European etymological dictionary