- κνάφος
κνάφος, ὁ, und später γνάφος, die stachligen Karden, mit welchen der Walker das Tuch aufkratzt, Schol. Ar. Plut. 166. – Auch ein stachliges Marterwerkzeug, Her. 1, 92; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνάφος, ὁ, und später γνάφος, die stachligen Karden, mit welchen der Walker das Tuch aufkratzt, Schol. Ar. Plut. 166. – Auch ein stachliges Marterwerkzeug, Her. 1, 92; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνάφος — κνάφος, ὁ (Α) βλ. γνάφος … Dictionary of Greek
κνάφος — prickly teasel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνάφοι — κνάφος prickly teasel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνάφον — κνάφος prickly teasel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνάφου — κνάφος prickly teasel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FULLO — I. FULLO a Graeco βύλλων, addensator, quod vide, nomen servorum apud Romanos, qui purganda poliendave vestimenta accepêre. Eorum meminit Ulpina. l. 12. ff. de furtis, l. 13. §. 6. ff. locati, l. 12. §. 6. ff. de instr. vet instrum. leg. et l. 32… … Hofmann J. Lexicon universale
POLIENTES — apud Plin. l. 8. c. 48. Lanae et per se coactae vestem faciunt. et si addatur acetum, etiam ferro resistunt: imo vero etiam ignibus. Novissimô sui purgamentô, quippe ahenis polientium extractae in usum tomenti ventiunt: Sunt ὁι Κναφεῖς, Fullones … Hofmann J. Lexicon universale
γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού … Dictionary of Greek
γναφέας — και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης 2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί αρχ. ονομασία ψαριού … Dictionary of Greek
κνήφη — η (AM κνήφη) νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κνιδωτικών επαρμάτων τού δέρματος οι οποίες καταλήγουν σε μικρή φυσαλλίδα και συνοδεύονται από έντονο κνησμό μσν. αρχ. ψωρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει τη ρίζα τού κνῶ*. Η… … Dictionary of Greek
πρωτόγναφος — ον, Α (για δέρματα) αυτός που πρόσφατα υπέστη κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα» κατ επίδραση του κνάφος), πρβλ. ά γναφος, επί γναφος] … Dictionary of Greek