- κνάπτωρ
κνάπτωρ, ορος, ὁ, od. γνάπτωρ, Maneth. 4, 421, = κναφεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνάπτωρ, ορος, ὁ, od. γνάπτωρ, Maneth. 4, 421, = κναφεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνάπτωρ — κνάπτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. γνάπτωρ … Dictionary of Greek