- καλῑός
καλῑός, ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καϑείργνυται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλῑός, ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καϑείργνυται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλιός — καλιός, ὁ (Α) 1. καλύβα, σπιτάκι 2. (για κότες) κλουβί 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλιά*] … Dictionary of Greek
καλιός — cabin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιοί — καλιός cabin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιόν — καλιός cabin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάς — καλιάς, ἡ (Α) 1. μικρή καλύβα 2. βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλιός*] … Dictionary of Greek
καλιῶν — καλιά wooden dwelling fem gen pl (ionic) καλιός cabin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)