- καλ-ώνυμος
καλ-ώνυμος, mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλ-ώνυμος, mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιώνυμος — (Callionymus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των καλλιωνυμιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, το μήκος των οποίων είναι μικρότερο από 30 εκ. Έχουν μεγάλο και πλατύ κεφάλι χωρίς λέπια, στενό στόμα με πολλά και μικρά δόντια και μεγάλα στηθικά… … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek