- καθ-ίδρως
καθ-ίδρως, ωτος, voll Schweiß, stark schwitzend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-ίδρως, ωτος, voll Schweiß, stark schwitzend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπολείβω — ΜΑ μέσ. ὑπολείβομαι στάζω αποκάτω λίγο λίγο (α. «αἰει δ ἐκ φαέων νοτέων ὑπολείβεται ἱδρώς», Νικ. Αλεξ. β. «τοῡ αἵματος αἰει τὸ ἀκρεφνὲς καθ ἡμέρην ὑπολείβεται ἐκ τοῡ σώματος», Ιπποκρ.) αρχ. κάνω σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λείβω «χύνω, κάνω… … Dictionary of Greek