καλίκιοι

καλίκιοι

καλίκιοι, οἱ, das lat. calcei, Schuhe, Pol. 30, 16, 3; vgl. κάλτιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλίκιοι — καλίκιοι, οἱ (Α) υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. τού calceus) < calx «φτέρνα»] …   Dictionary of Greek

  • καλικίους — καλίκιοι calcei masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”