- καλάθιον
καλάθιον, τό, dim. zu κάλαϑος, Körbchen; Schol. Callim. Cer. 1; Poll. 10, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλάθιον, τό, dim. zu κάλαϑος, Körbchen; Schol. Callim. Cer. 1; Poll. 10, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλάθιον — καλάθιον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κάλαθος) μικρό καλάθι, μικρό κοφίνι, πανεράκι αρχ. τμήμα χειρουργικού οργάνου το οποίο είχε σχήμα καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + υποκορ. κατάλ. ιον*] … Dictionary of Greek
Καλάθιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάθιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαθίοις — Καλάθιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθίοις — καλάθιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαθίῳ — Καλάθιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθίῳ — καλάθιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλάθια — Καλάθιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάθια — καλάθιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek
οκτάδιον — ὀκτάδιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλάθιον πρὸς όρνιθάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με ὀκτάς, άδος] … Dictionary of Greek