- πρέσβις [2]
πρέσβις, ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσϑω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέσβις, ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσϑω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέσβις — πρέσβῑς , πρέσβις ambassador fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πρέσβις ambassador fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβις — (I) εως, Α πρεσβευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. τού πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε ις, εως]. (II) εως, ἡ, Α 1. ηλικία («κατά πρέσβιν» κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.) 2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.) 3. η σύζυγος τού… … Dictionary of Greek
πρέσβει — πρέσβις ambassador fem nom/voc/acc dual (attic epic) πρέσβεϊ , πρέσβις ambassador fem dat sg (epic) πρέσβις ambassador fem dat sg (attic ionic) πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρέσβεϊ , πρέσβος object of reverence… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεις — πρέσβις ambassador fem nom/voc pl (attic epic) πρέσβις ambassador fem nom/acc pl (attic) πρέσβυς old man masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίων — πρέσβις ambassador fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πρέσβος object of reverence neut gen pl (doric) πρέσβυς old man masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεε — πρέσβις ambassador fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc dual (epic ionic) πρέσβυς old man masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεες — πρέσβις ambassador fem nom/voc pl (epic ionic) πρέσβυς old man masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεος — πρέσβις ambassador fem gen sg (attic epic) πρέσβος object of reverence neut gen sg (epic doric ionic aeolic) πρέσβυς old man masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεσι — πρέσβις ambassador fem dat pl πρέσβος object of reverence neut dat pl πρέσβυς old man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεσιν — πρέσβις ambassador fem dat pl πρέσβος object of reverence neut dat pl πρέσβυς old man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιν — πρέσβις ambassador fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)