- καλάνδρα
καλάνδρα, ἡ, eine Lerchenart, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλάνδρα, ἡ, eine Lerchenart, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλάνδρα — (Calandra). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Είναι μικρά, μαύρα ή γαλαζόμαυρα σκαθάρια (κάνθαροι) με μακρύ σώμα και ρύγχος που μοιάζει με προβοσκιδοειδή απόφυση. Τα σημαντικότερα είδη είναι η κ. που προσβάλλει το… … Dictionary of Greek
Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) … Deutsch Wikipedia
γαλιάντρα — Στρουθιόμορφο πτηνό με γκρίζο φτέρωμα και δύο μαύρα στίγματα στις άκρες του στήθους, κάτω από τον λαιμό, με μελωδικό κελάηδημα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυδαλλός ο κάλαντρος. Κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος και τα αβγά του έχουν… … Dictionary of Greek
κάλανδρος — ο (Α κάλανδρος) είδος κορυδαλλού, καλάνδρα*, γαλιάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. νδρος (πρβλ. κορία νδρος, μαίαν νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
κουρκουλιονίδες — (curculionidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων, της τάξης των κολεοπτέρων. Οι κ., που περιλαμβάνουν περισσότερα από 40.000 είδη –με παγκόσμια εξάπλωση– ταξινομημένα σε διάφορες υποοικογένειες, έχουν διαστάσεις 0,6 35 χιλιοστά, με μέσο μήκος τα 10… … Dictionary of Greek