- καλάμινος
καλάμινος, von Rohr; πλοῖα Her. 3, 93; οἰκία 5, 101; αὐλός Ath. IV, 182 d Poll. 10, 153, wie σύριγγες 4, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλάμινος, von Rohr; πλοῖα Her. 3, 93; οἰκία 5, 101; αὐλός Ath. IV, 182 d Poll. 10, 153, wie σύριγγες 4, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλάμινος — of reed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καλαμίνων — καλάμινος of reed fem gen pl καλάμινος of reed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμινον — καλάμινος of reed masc acc sg καλάμινος of reed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίναις — καλάμινος of reed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνη — καλάμινος of reed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνην — καλάμινος of reed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνης — καλάμινος of reed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνοις — καλάμινος of reed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνου — καλάμινος of reed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνους — καλάμινος of reed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)