καλάβροψ

καλάβροψ

καλάβροψ, οπος, ἡ, = καλαῦροψ, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαύροψ — καλαῡροψ και εσφ. γρφ. καλάβροψ, ἡ (Α) μακριά ποιμενική ράβδος με κυρτωμένη λαβή στο ένα άκρο, όπως η σημερινἡ (α)γκλίτσα, και χρησίμευε στο να επαναφέρει ο βοσκός στο κοπάδι τα βοσκήματα που είχαν απομακρυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιολ. καλα Fροψ, τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”