πρέσβα

πρέσβα

πρέσβα, , bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα ϑεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο ϑυγατρῶν, 3, 452.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρέσβα — πρέσβᾱ , πρέσβα august fem nom/voc/acc dual πρέσβα august fem nom/voc sg πρέσβᾱ , πρέσβη fem nom/voc/acc dual πρέσβᾱ , πρέσβη fem nom/voc sg (doric aeolic) πρέσβᾱ , πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβα — και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α (ως επικ. τ. θηλ. τού πρέσβυς) 1. σεβαστή, τιμημένη 2. ως κύριο όν. Πρέσβα α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία τής Ήρας β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής γ) προσωνυμία τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. τού πρέσβυς*… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβαν — πρέσβα august fem acc sg πρέσβᾱν , πρέσβη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβέων — πρέσβα august fem gen pl (epic ionic) πρέσβη fem gen pl (epic ionic) πρέσβος object of reverence neut gen pl (epic doric ionic aeolic) πρέσβυς old man masc gen pl (epic doric ionic aeolic) πρεσβεύς ambassador masc gen pl (epic) πρεσβέω̆ν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβης — πρέσβα august fem gen sg (attic epic ionic) πρέσβη fem gen sg (attic epic ionic) πρέσβις ambassador fem nom/voc pl (doric aeolic) πρέσβυς old man masc nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβῃ — πρέσβα august fem dat sg (attic epic ionic) πρέσβη fem dat sg (attic epic ionic) πρέσβηι , πρέσβις ambassador fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ATE — Dea homines malis implicans, mentesque eorum seducens, cui repellendae et placandae Litae Iovis filiae oppositae sunt, quae tantô sunt tardiores, quantô noxa est gravior. Α῎τη enim Graecis noxa dicitur. Homer. Il. l. v. 91. Α῎τη πρέσβα Διὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρέσβεα — ἡ, Α βλ. πρέσβα …   Dictionary of Greek

  • πρέσβεια — ἡ, ΜΑ βλ. πρέσβα …   Dictionary of Greek

  • πρέσβη — ἡ, ΜΑ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί πρέσβεα* για μετρ. λόγους] …   Dictionary of Greek

  • πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”