- καλο-ήθης
καλο-ήθης, ες, gutgesinnt, gutartig, M. Ant. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-ήθης, ες, gutgesinnt, gutartig, M. Ant. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… … Dictionary of Greek
κακήθης — κακήθης, ες (Α) κακοήθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης, χρηστο ήθης] … Dictionary of Greek
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
ομοήθης — ὁμοήθης, ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, ες) αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] … Dictionary of Greek
χρηστοήθης — όηθες, ΝΜΑ αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] … Dictionary of Greek
καλοήθης — όηθες (AM καλοήθης) αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός ||νεοελλ. ιατρ. (για νόσημα, όγκο κ.λπ.) αυτός που παρουσιάζει ήπια μορφή, μη θανατηφόρος, ακίνδυνος, ευκολοθεράπευτος («καλοήθης όγκος») μσν. 1. αυτός που έχει λεπτά,… … Dictionary of Greek