- καλλἰων
καλλἰων, compar. zu καλός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλἰων, compar. zu καλός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… … Dictionary of Greek
Καλλίων — Κάλλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίων — κάλλος beauty neut gen pl (doric) καλλιόω make more beautiful imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καλλιόω make more beautiful imperf ind act 1st sg (doric aeolic) καλός beautiful masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
αλγίων — ἀλγίων ( ονος), ον (Α) συγκριτικός τού αλγεινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος ανώμαλος σχηματισμός συγκριτικού βαθμού τού επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα καλλίων (< κάλλος), αἰσχίων (< αἶσχος) πρβλ. και ἄλγιστος] … Dictionary of Greek
κάλλιον — (I) κάλλιον (AM) 1. (ουδ. συγκρ. βαθμού τού επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο 2. (ως επίρρ.) καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων]. (II) κάλλιον, τὸ (Α) (στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω… … Dictionary of Greek
κάλλιος — α, ο (Μ κάλλιος, α, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος 2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά καλύτερα, προτιμότερα νεοελλ. 1. φρ. «κάλλιο έχω» προτιμώ 2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και… … Dictionary of Greek
κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… … Dictionary of Greek
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
καλλίτερος — Οικισμός (202 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * η, ο καλύτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή τής λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek
καλλιώ — καλλιῶ, όω (AM) [καλλίων] εξωραΐζω, ομορφαίνω, καλλωπίζω … Dictionary of Greek