καλλίῤ-ῥοος

καλλίῤ-ῥοος

καλλίῤ-ῥοος, = καλλίροος; ὕδωρ, κρουνός, Il. 2, 752. 12, 33. 22, 147; πηγή Aesch. Pers. 197; sp. D.; auch νάρκισσος, poet. bei Ath. XV, 682 f, wo man καλλίχροος vermuthet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”