πρέπων

πρέπων

πρέπων, οντος, ὁ, ein unbestimmter Meerfisch; Opp. Hal. 1, 146; Ael. H. A. 9, 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρέπων — πρέπω to be clearly seen pres part act masc nom sg πρέπων masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέπονθ' — πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act neut nom/voc/acc pl πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act masc acc sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres part act masc/neut dat sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέποντ' — πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act neut nom/voc/acc pl πρέποντα , πρέπω to be clearly seen pres part act masc acc sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres part act masc/neut dat sg πρέποντι , πρέπω to be clearly seen pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • лепый — красивый, прекрасный, изящный , леп, лепа, лепо, укр. лiпший лучший , ст. слав. лѣпъ προσήκων, δέων, πρέπων (Супр., Клоц.), болг. леп красивый , сербохорв. ли̏jеп, ж. лиjѐпа, словен. lе̣̑р, ж. lẹра, чеш. lерy, сравн. степ. lерi, lерši, польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Martin von Laon — Schreibhand Martins von Laon, MS Laon 444, f. 299v Martin von Laon (lat. Martinus Laudunensis, Martinus Hibernensis, Martinus Scot(t)us; * 819 in Irland; † 875 in Laon) war ein aus Irland stammender Gelehrter und Leiter der Kathedralschule von… …   Deutsch Wikipedia

  • ανάρσιος — ἀνάρσιος, ον (Α) 1. ανάρμοστος, άτοπος 2. (για ανθρώπους) εχθρικός, αντίπαλος 3. (για γεγονότα) δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άρσιος αντί άρτιος «αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος» με συριστικοποίηση τού τ ] …   Dictionary of Greek

  • δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… …   Dictionary of Greek

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

  • εναίσιος — ἐναίσιος, ον (Α) εναίσιμος 1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.) 2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.) 3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”