καλλί-κομος

καλλί-κομος

καλλί-κομος, schönhaarig, von Frauen, παλλακίς Il. 9, 449, Ἑλένη Od. 15, 58; Ὧραι Hes. O. 75, wie Pind. P. 9, 110 N. 10, 10; χάριτες Maced. 30 (IX, 625). – Von Pflanzen, schön belaubt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ηδύκομος — ἡδύκομος, ον (Α) (για φυτά ή άνθη) αυτός που αναδίδει από τα φύλλα του ευχάριστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + κομος (< κόμη «μαλλιά, φύλλωμα»), πρβλ. βαθύ κομος, καλλί κομος] …   Dictionary of Greek

  • ουλόκομος — οὐλόκομος, ον (Α) σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] …   Dictionary of Greek

  • περίκομος — ον, Α 1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού 2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] …   Dictionary of Greek

  • περισσόκομος — ον, Α αυτός που έχει πάρα πολλά μαλλιά, μεγάλη και πυκνή κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] …   Dictionary of Greek

  • χλωρόκομος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χλωρή κόμη, χλωρό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”