καλλί-καρπος

καλλί-καρπος

καλλί-καρπος, mit schönen Früchten, fruchtbar; Σικελία Aesch. Prom. 369; Πελασγία Eur. Herc. F. 464; μίλαξ Bacch. 108; Sp., τόπος καλλικαρπότατος Pol. 5, 19, 2, Κυρήνη Strab. XVII, 837, χώρα Plut. Lyc. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τελειοκαρπώ — και τελεοκαρπῶ, έω, ΜΑ παράγω ώριμους καρπούς, ολοκληρώνω τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + καρπῶ (< καρπος < καρπός), πρβλ. καλλι καρπῶ] …   Dictionary of Greek

  • καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκοκκος — ον, Μ (για καρπό) αυτός που έχει πολλούς κόκκους («πολυθάλαμος και πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φίλ. Καρπασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”