καλλ-ίχθυς

καλλ-ίχθυς

καλλ-ίχθυς, υος, ὁ, ein Meerfisch, Schönfisch, Hedyl. 3 (App. 29); sonst ἀνϑίας, Ath. VII, 282 e; von diesem unterschieden Opp. H. 3, 335.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάλλιχθυς — (Callichthys). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μετρίου μεγέθους, που έχουν σε κάθε πλευρά δύο σειρές από σκληρά λέπια, τα οποία σχηματίζουν σκληρό θώρακα. Έχουν κοντό ραχιαίο πτερύγιο, μικρό στόμα και… …   Dictionary of Greek

  • καλλιώνυμος — (Callionymus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των καλλιωνυμιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, το μήκος των οποίων είναι μικρότερο από 30 εκ. Έχουν μεγάλο και πλατύ κεφάλι χωρίς λέπια, στενό στόμα με πολλά και μικρά δόντια και μεγάλα στηθικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”