- καλλί-χειρ
καλλί-χειρ, χειρος, schönhändig, ὠλένη Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-χειρ, χειρος, schönhändig, ὠλένη Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόχειρ — κοντόχειρ, χειρος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κοντά τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< χείρ), πρβλ. αντί χειρ, καλλί χειρ] … Dictionary of Greek
χειρίτεχνος — ον, Α επεξεργασμένος με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρί, δοτ. εν. τού χείρ, χειρός + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλί τεχνος] … Dictionary of Greek