- καλλί-φθογγος
καλλί-φθογγος, schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιϑάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-φθογγος, schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιϑάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίφθογγος — η, ο (Α μελίφθογγος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί φθογγος, λαθί φθογγος)] … Dictionary of Greek
οξύφθογγος — ὀξύφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φθόγγος (πρβλ. καλλί φθογγος)] … Dictionary of Greek