- καλλί-φωνος
καλλί-φωνος, schönstimmig, mit schöner Sprache, ὑποκριτής Plat. Legg. VII, 817 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-φωνος, schönstimmig, mit schöner Sprache, ὑποκριτής Plat. Legg. VII, 817 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ημερόφωνος — ἡμερόφωνος, ον (Α) (για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί φωνος υψηλό φωνος] … Dictionary of Greek
θηλύφωνος — θηλύφωνος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει γυναικεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] … Dictionary of Greek
ιερόφωνος — ἱερόφωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ιερή φωνή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱερόφωνος ο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] … Dictionary of Greek
υψίφωνος — Βλ. λ. σοπράνο. * * * η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει την πιο υψηλή, την πιο οξεία στην μουσική έκταση φωνή 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υψίφωνος αοιδός τού λυρικού θεάτρου, η σοπράνο και ο τενόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φωνος… … Dictionary of Greek
καινοφωνία — η (AM καινοφωνία) η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι φωνία, συμ φωνία] … Dictionary of Greek