- καλλί-φυλλος
καλλί-φυλλος, schönblättrig, ῥόδον Anacr. 42, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-φυλλος, schönblättrig, ῥόδον Anacr. 42, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek