- καλλί-ροος
καλλί-ροος, dasselbe, vgl. καλλίῤῥοος; Od. 5, 441. 17, 206; Δίρκη Pind. I. 7, 19; πνοαί, vom Flötenspiel, Ol. 6, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-ροος, dasselbe, vgl. καλλίῤῥοος; Od. 5, 441. 17, 206; Δίρκη Pind. I. 7, 19; πνοαί, vom Flötenspiel, Ol. 6, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουσιόρους — ουν, Α αυτός που έχει άφθονο νερό κατά τη ροή του, που κυλάει άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + ρους (< ῥόος / ῥοῦς< ῥέω), πρβλ. καλλί ρους] … Dictionary of Greek