καλλονή

καλλονή

καλλονή, , = κάλλος, Schönheit; Eur. I. A. 1308, öfter; Her. 3, 106. 7, 36; Plat. Legg. XII, 953 c; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλονῇ — καλλονή beauty fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλονή — beauty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλονή — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος, στις δυτικές απολήξεις των Βαρδουσίων ορέων, 183 …   Dictionary of Greek

  • καλλονή — η 1. ωραιότητα: H θεά Aφροδίτη ήταν φημισμένη για την καλλονή της. 2. η πολύ όμορφη γυναίκα: Είναι καλλονή η γυναίκα αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλλονή — Sp Kalònė Ap Καλλονή/Kalloni L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καλλονῆι — καλλονῇ , καλλονή beauty fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλοναῖς — καλλονή beauty fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλοναί — καλλονή beauty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλονᾶς — καλλονή beauty fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλονῆς — καλλονή beauty fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλονήν — καλλονή beauty fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”