- καλο-θελής
καλο-θελής, ές, wohlwollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-θελής, ές, wohlwollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοθελής — κακοθελής, ές (AM) αυτός που θέλει το κακό κάποιου, δυσμενής, κακώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου. επίρρ... κακοθελώς και κακοθελῶς (Μ) με κακή πρόθεση, από κακή θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. αγαθο θελής, καλο θελής] … Dictionary of Greek
ομοθελής — ὁμοθελής, ές (Μ) αυτός που έχει την ίδια θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. καλο θελής] … Dictionary of Greek