ολικός — ή, ό (ΑΜ ὁλικός, ή, όν) [όλος] καθολικός, γενικός, ολόκληρος, συνολικός («ολική έκλειψη τής σελήνης»). επίρρ... ολικώς και ά (ΑΜ ὁλικώς) καθ ολοκληρίαν, συνολικά … Dictionary of Greek
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek
καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… … Dictionary of Greek
παντελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.) αρχ. 1. πλήρης, ολόκληρος 2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
σύνολος — ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, όλη, ον, Α [ὅλος] 1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.) 2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ … Dictionary of Greek