καλλοσύνη

καλλοσύνη

καλλοσύνη, , poet., dasselbe; Aur. Hel. 389; Onest. 1 (V, 20); ἐπέων Democrit. D. L. 9, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλοσύνη — καλλοσύνη, δωρ. τ. καλλοσύνα, η (Α) 1. κάλλος 2. φρ. «Καλλοσύνη ἐπέων» τίτλος έργου τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κάλλος (< καλός). Για το πρόβλημα τού διπλού λλ βλ. λ. καλλίων] …   Dictionary of Greek

  • καλλοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλοσύνην — καλλοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλοσύνης — καλλοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλοσύνας — καλλοσύνᾱς , καλλοσύνη fem acc pl καλλοσύνᾱς , καλλοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • νοθοκαλλοσύνη — νοθοκαλλοσύνη, ἡ (Α) πλαστή ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + καλλοσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”