- καθ-ομαλίζω
καθ-ομαλίζω, ebenen, gleich machen, übertr., mildern, ἀτοπίαις καὶ ἀπιστίαις ἠϑῶν, ἃ καϑωμάλισε Plut. Caes. 15, dem ἡμερώσασϑαι entsprechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-ομαλίζω, ebenen, gleich machen, übertr., mildern, ἀτοπίαις καὶ ἀπιστίαις ἠϑῶν, ἃ καϑωμάλισε Plut. Caes. 15, dem ἡμερώσασϑαι entsprechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομαλισμός — ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω] (ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ) μσν. επίλυση προβληματικής κατάστασης αρχ. 1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου 2. φρ. «καθ ὁμαλισμὸν … Dictionary of Greek