- καλο-διδάσκαλος
καλο-διδάσκαλος, ὁ, ein guter Lehrer, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-διδάσκαλος, ὁ, ein guter Lehrer, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek