- καθ-ημερινός
καθ-ημερινός, = Folgdm, täglich, spätere Form, N. T., Plut. Lyc. 10, Ath. VI, 259 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-ημερινός, = Folgdm, täglich, spätere Form, N. T., Plut. Lyc. 10, Ath. VI, 259 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek