- καλο-γνώμων
καλο-γνώμων, ον, edelgesinnt, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-γνώμων, ον, edelgesinnt, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισογνώμων — ἰσογνώμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει ίδια γνώμη ή ίδια αισθήματα ή πεποιθήσεις με άλλον 2. αυτός που έχει την ίδια θέληση ή τον ίδιο σκοπό με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. καλο γνώμων, υψηλο γνώμων] … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek