- καλο-καιρία
καλο-καιρία, ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-καιρία, ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτοκαιρία — ἡ, Α ευνοϊκή ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + καιρός + κατάλ. ία (πρβλ. καλο καιρία)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek