- καλο-ειδής
καλο-ειδής, ές, von schöner Art, Rhett. VIII, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-ειδής, ές, von schöner Art, Rhett. VIII, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοειδής — ές (Α καλοειδής, ες) ωραίος στη μορφή νεοελλ. αυτός που ανήκει σε καλό, σε ωραίο είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κακο ειδής, μακρο ειδής] … Dictionary of Greek