- καλλι-γράφος
καλλι-γράφος, schön schreibend, malend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-γράφος, schön schreibend, malend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυγράφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
κηρογραφώ — κηρογραφῶ, έω (Α) ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. εικονο γραφώ, καλλί γραφώ] … Dictionary of Greek