πράσιμος

πράσιμος

πράσιμος, verkäuflich, feil; Plat. Legg. VIII, 847 e; Xen. Cyr. 4, 5, 42; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πράσιμος — for sale masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράσιμος — ον, Α [πρᾱσις] αυτός που είναι προς πώληση, πωλήσιμος («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • πράσιμον — πράσιμος for sale masc/fem acc sg πράσιμος for sale neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασίμου — πράσιμος for sale masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασίμων — πράσιμος for sale masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράσιμα — πράσιμος for sale neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράσιμοι — πράσιμος for sale masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατός — ή, όν, Α αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”