- καλλι-τεχνία
καλλι-τεχνία, ἡ, Schönheit der Kunstarbeit, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch Kunstgeschicklichkeit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-τεχνία, ἡ, Schönheit der Kunstarbeit, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch Kunstgeschicklichkeit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποτεχνία — η το να ανατρέφει και να εκγυμνάζει κάποιος ίππους, ιπποκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] … Dictionary of Greek
κηποτεχνία — Βλ. λ. κήπος. * * * η η τέχνη τού σχεδιασμού κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] … Dictionary of Greek
περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] … Dictionary of Greek
σιδηροτεχνία — η, Ν η τέχνη τής κατεργασίας τού σιδήρου και τού χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] … Dictionary of Greek