- καλλι-τόκος
καλλι-τόκος, = καλλίτεκνος, Christod. Ecphr. 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-τόκος, = καλλίτεκνος, Christod. Ecphr. 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλαυροτόκεια — ἡ, Μ η δημιουργία ανώφελων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + τόκεια (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. καλλι τόκεια, καρπο τόκεια] … Dictionary of Greek