- καλο-εργός
καλο-εργός, schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-εργός, schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολβιοεργός — ὀλβιοεργός, όν (Α) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο εργός] … Dictionary of Greek
παντοεργός — όν, ΜΑ αυτός που κατορθώνει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο εργός] … Dictionary of Greek
καλοεργός — ο (Μ καλοεργός) νεοελλ. το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο μσν. αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, κακο εργός] … Dictionary of Greek
καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] … Dictionary of Greek