- καλλι-πρόβατος
καλλι-πρόβατος, mit schönen Schaafen, VLL., Erkl. von εὔρηνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-πρόβατος, mit schönen Schaafen, VLL., Erkl. von εὔρηνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπρόβατος — ον, Α αυτός που έχει πολλά πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρόβατον (πρβλ. καλλι πρόβατος)] … Dictionary of Greek