- κνηθμός
κνηθμός, ὁ, das Jucken, Brennen, Nic. Al. 251. 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνηθμός, ὁ, das Jucken, Brennen, Nic. Al. 251. 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνηθμός — κνηθμός, ὁ (Α) [κνήθω] κνησμός, φαγούρα … Dictionary of Greek
κνηθμός — itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary