καλλαρίας

καλλαρίας

καλλαρίας, , eine Art Kabeljau, der sonst γαλλαρίας heißt, Opp. Hal. 1, 105 Archestr. Ath. VII, 316 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλαρίας — καλλαρίας, ὁ (Α) το ψάρι βακαλάος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από έναν τ. σε αρος (* κάλλ αρος) και το επίθημα ίας*] …   Dictionary of Greek

  • καλλαρίας — καλλαρίᾱς , καλλαρίας cod fish masc acc pl καλλαρίᾱς , καλλαρίας cod fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάδος η μορούη ή καλλαρίας — Επιστημονική ονομασία του βακαλάου (βλ. λ.) ή μπακαλιάρου …   Dictionary of Greek

  • καλλαρίαι — καλλαρίας cod fish masc nom/voc pl καλλαρίᾱͅ , καλλαρίας cod fish masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλαρίην — καλλαρίας cod fish masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλαρίαν — καλλαρίᾱν , καλλαρίας cod fish masc acc sg (attic epic doric aeolic) καλλαρίας cod fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …   Dictionary of Greek

  • γαλαρίας — γαλαρίας, ο (Α) το ψάρι ονίσκος*, μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλλαρίας*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”