- καλλυντής
καλλυντής, ὁ, der Schönmachende, κουρεύς VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλυντής, ὁ, der Schönmachende, κουρεύς VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλυντής — sweeper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλυντής — ὁ (Α καλλυντής) [καλλύνω] αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει αρχ. 1. ο νεωκόρος 2. ο κουρέας … Dictionary of Greek
καλλυντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ομορφαίνει, να εξωραΐζει το πρόσωπο ή το σώμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντικό είδος σκευάσματος που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τής ομορφιάς τού προσώπου ή τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλυντής. Η λ.… … Dictionary of Greek
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek