- καλο-πρᾱγία
καλο-πρᾱγία, ἡ, das Schön-, Guthandeln, Schol. Ap. Rh. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλο-πρᾱγία, ἡ, das Schön-, Guthandeln, Schol. Ap. Rh. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπραγία — η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη) νεοελλ. η οικονομική ευεξία, η ευημερία μσν. η καλή, η ήρεμη κατάσταση αρχ. 1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι επιτυχία, ευτυχής έκβαση 2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά 3. καλή πράξη, καλό έργο … Dictionary of Greek