καθαίρω

καθαίρω

καθαίρω, aor. ἐκάϑηρα, aber auch ἐκάϑᾱρα, inf. καϑᾶραι Xen. An. 5, 7, 35 nach Krüger, wie καϑάρῃς oec. 18, 8; vgl. Lob. zu Phryn. 25 (καϑαρός), rein machen, reinigen, säubern, putzen; κρητῆρας Od. 20, 152; τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι 22, 438; χρόα ὕδατι καὶ ἀλείφατι 24, 44; ὕδωρ ὑπεκπρορέει, μάλα περ ῥυπόωντα καϑῆραι 6, 87; ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα κάϑηρεν, nahm von der Haut allen Schmutz weg, Il. 14, 171; αἷμα κάϑηρον, wische das Blut ab, 16, 667; Od. 6, 93 ἐπεὶ πλῠνάν τε κάϑηράν τε ῥύπα πάντα; im religiösen Sinne, ϑεείῳ καϑῆραι, durch Räuchern mit Schwefel ccinigen, Il. 16, 228; von Verbrechen reinigen, sühnen, φόνον Aesch. Ch. 72, τινά Her. 1, 35, τινὰ φόνου 1, 44, καϑαρϑεὶς φόνον 43, νῆσον 64; vgl. Thuc. 3, 104; Xen. An. 5, 7, 35; τὴν πόλιν ἐπ' ἀγαϑῷ Plat. Polit. 293 d; τὸν ἀποκτείναντα κατὰ νόμον καϑαρϑέντα Legg. VIII, 831 a; die Erde von Ungeheuern u. Räubern reinigen, Soph. Tr. 1008. 1050; vgl. λῃστηρίων τὴν ἐπαρχίαν Plut. Mar. 6; τὰς πηγάς Plat. Legg. VIII, 845 e; τον χρυσόν Polit. 303 d. – Med. bes. Reinigungen im religiösen Sinne anstellen, καϑαίρεσϑαι τοὺς αὐτοὺς καϑαρμούς Plat. Legg. IX, 868 e, vgl. Crat. 396 e; sich reinigen, sühnen, καϑαιρόμενοι τῶν τε ἀδικημάτων διδόντες δίκας Phaed. 113 d; ὁ κεκαϑαρμένος τε καὶ τετελεσμένος 69 c; ἀπ οπτύσαι δεῖ καὶ καϑήρασϑαι στόμα Aesch. bei Plut. de Is. et Osir. 20; purgiren, san. tu. p. 386. – Bei Theocr. 5, 119 nach den Schol. = mit Ruthen peitschen, geißeln.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαίρω — cleanse pres subj act 1st sg καθαίρω cleanse pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρώ — καθαιρώ, καθαίρεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …   Dictionary of Greek

  • καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • καθαιρώ — καθαίρεσα, καθαιρέθηκα, καθαιρεμένος 1. κατεδαφίζω, γκρεμίζω: Ο Φίλιππος καθαίρεσε τα σπίτια των Θηβαίων. 2. αφαιρώ αξίωμα: Καθαιρέθηκε ο στρατηγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαιρῶ — καθαιρέω take down pres subj act 1st sg (attic epic doric) καθαιρέω take down pres ind act 1st sg (attic epic doric) καθαιρέω take down pres subj act 1st sg (attic epic doric) καθαιρέω take down pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρεσθε — καθαίρω cleanse pres imperat mp 2nd pl καθαίρω cleanse pres ind mp 2nd pl καθαίρω cleanse imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρετε — καθαίρω cleanse pres imperat act 2nd pl καθαίρω cleanse pres ind act 2nd pl καθαίρω cleanse imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρῃ — καθαίρω cleanse pres subj mp 2nd sg καθαίρω cleanse pres ind mp 2nd sg καθαίρω cleanse pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρομένων — καθαίρω cleanse pres part mp fem gen pl καθαίρω cleanse pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρόμεθα — καθαίρω cleanse pres ind mp 1st pl καθαίρω cleanse imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”