- καλαθίς
καλαθίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαθίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαθίς — καλαθίς, ίδος, ἡ (Α) (υποκορ. τού κάλαθος) μικρό καλάθι, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. επιγλωσσ ίς, θυρ ίς)] … Dictionary of Greek
καλαθίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek
πλαγγών — η / πλαγγών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια αρχ. (κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῑρα, καλαθίς» β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek